ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ

Μια φορά κι έναν καιρό κάπου στο Μεξικό , ζούσε  ένα κοριτσάκι που το έλεγαν Πεπίτα. Η Πεπίτα δεν είχε αδερφάκια κι ένιωθε μοναξιά. Έτσι, οι γονείς της αποφάσισαν να της κάνουν ένα δώρο για να μη στεναχωριέται.. .. Επιστρέφοντας λοιπόν ο μπαμπάς της από το ταξίδι του στον Αμαζόνιο, της έφερε ένα πανέμορφο χρωματιστό κι εξωτικό παπαγάλο.

Το βράδυ που η Πεπίτα κοιμόταν ο μπαμπάς της έβαλε τον παπαγάλο σε ένα κλουβί πλάι στο κρεβάτι της ώστε μόλις ανοίξει τα μάτια της να το δει και να χαρεί. Το επόμενο πρωί ένα όμορφο κελάιδισμα ξύπνησε την Πεπίτα. Αυτή ανοίγει τα μάτια της και αντικρίζει δίπλα της έναν όχι πολύ μεγάλο παπαγάλο, που είχε όμως τέσσερα διαφορετικά χρώματα πάνω του. Πράσινο, το οποίο κυριαρχούσε, κόκκινο, πορτοκαλί και μπλε στην ουρά του. Η Πεπίτα ενθουσιάστηκε πάρα πολύ και το έβγαλε από το κλουβί του για να παίξουν. Ο μικρός παπαγαλίνος στην αρχή φοβόταν λίγο γιατί ήταν σε ένα ξένο περιβάλλον και δε γνώριζε κανέναν. Μετά όμως που αισθάνθηκε την αγάπη της Πεπίτα, τη πλησίασε και τη φίλησε στη μυτούλα.

Τις πρώτες βδομάδες η Πεπίτα έβγαζε τον παπαγαλίνο από το κλουβί κάθε μέρα και παίζανε. Μετά όμως σταμάτησε να το κάνει. Ο παπαγάλος ανησύχησε. Φοβήθηκε μήπως έπαθε τίποτα η φιλενάδα του. Της κελαηδούσε κάθε μέρα για να τον ακούσει, αλλά τίποτα. Τον είχαν ξεχασμένο στο κλουβί του έξω στο μπαλκόνι.

Μα τι συμβαίνει αναρωτιόταν το καημένο, γιατί με ξεχάσανε έτσι, γιατί δε μου δίνουν πια φαί, μήπως δεν τους αρέσει το κελάηδισμα μου, μήπως δε με αγαπάνε πια? Όχι, δεν μπορεί..Η πεπίτα με αγαπάει αλλά μπορεί να έχει κάπου και θα ξαναγυρίσει. Ναι, αυτό είναι. Γι αυτό κι εγώ θα τη περιμένω σκέφτηκε.

Πέρασαν λοιπόν πολλές μέρες. Έξω η ζέστη ήταν αφόρητη λόγω καλοκαιριού, κι ο παπαγάλος χωρίς τροφή και νερό έδειχνε να είναι άρρωστος. Ένα σπουργιτάκι που περνούσε από κει και το είδε, το λυπήθηκε και του πήγε λίγη τροφή που βρήκε στο δρόμο. Του έριξε και λίγο νερό από το ραμφάκι του και σιγά σιγά ο παπαγαλίνος συνήλθε.

‘’Σε ξεχάσανε κακόμοιρο’’, του λέει το σπουργίτι?

‘’Ναι. Μάλλον’’.. απάντησε με δυσκολία ο παπαγαλίνος.

‘’Και γιατί δε φεύγεις? Αφού δε σε αγαπάνε. Τι περιμένεις, να πεθάνεις χωρίς φαί και νερό’’?

’Και που να πάω’’, απαντάει αυτό?

‘’Έξω, ελεύθερο στη φύση, όπως  εγώ’’.

Το σπουργίτι έκανε επίδειξη πετάγματος για να δείξει τη χαρά του που ήταν ελεύθερο.

‘’Εγώ όμως έχω μάθει να ζω μαζί με ανθρώπους ‘’είπε ο παπαγαλίνος.

‘’Ε τότε να πας να βρεις άλλη οικογένεια να ζήσεις γιατί αυτή εδώ σε έχει ξεχασμένο’’.

Ο παπαγάλος σκεπτικός, στεναχωρημένος και ταλαιπωρημένος από την πείνα και τη δίψα κοιτάει γύρω του και συνειδητοποιεί ότι είναι εγκλωβισμένος σε ένα κλουβί και δεν μπορεί να φύγει από κει.

 ‘’Θα πεθάνω εδώ μέσα ‘’φωνάζει.

Το σπουργίτι προσπαθεί να το ηρεμίσει και του λέει πως θα τον βοηθήσει να το σκάσει. Έτσι λοιπόν και οι δυο μαζί προσπαθούσαν για ώρα να ανοίξουν το μικρό πορτάκι από το κλουβί με το ράμφος τους, μέχρι που τα κατάφεραν κι ο παπαγάλος βγήκε από το κλουβί. Ήταν τόσο αδύναμο που δεν μπορούσε ούτε να πετάξει. Το σπουργίτι τον φιλοξένησε και τον φρόντισε στη δική του φωλιά για μερικές μέρες μέχρι να αναρρώσει.

Όταν ο παπαγαλίνος έγινε εντελώς καλά, ευχαρίστησε τον φίλο του το σπουργίτι και ξεκίνησε το ταξίδι του.

‘’Και που θα πας τώρα’’, ρωτάει το σπουργίτι,

‘’Τη φυλή μου τη λένε Αγάπορνις , λέει ο παπαγάλος, που σημαίνει το πουλί της αγάπης . Έχω γεννηθεί για την αγάπη, οπότε θα  πάω να την βρω’’.

‘’Και αν δεν τη βρεις’’, λέει το σπουργίτι?

‘’Όλοι τη βρίσκουμε την αγάπη, αρκεί να το θέλουμε και να τη ψάξουμε’’. Κι έτσι, πέταξε ψηλά στον ουρανό αποχαιρετώντας με χαμόγελο τον φίλο του.

Ο παπαγάλος ταξίδευε βδομάδες, μήνες.. Πέρασε από διάφορες χώρες. Ταξίδεψε σε όλη την Ευρώπη αλλά την αγάπη δεν είχε καταφέρει να τη βρει. Χειμώνιασε λοιπόν κι αποφάσισε να πάει σε μια πιο ζεστή χώρα.

‘’Θα πάω στην Ελλάδα’’, είπε. ‘’Κάτι μου λέει πως εκεί θα μου αρέσει’’, σκέφτηκε.

Έτσι, ταξίδεψε στην Ελλάδα. Ο χειμώνας έφυγε. Η άνοιξη μπήκε κι ο παπαγάλος ακόμα περιπλανιόταν να βρει την αγάπη. Σκέφτηκε να φύγει κι από την Ελλάδα και να πάει σε άλλη χώρα.

Τη μέρα λοιπόν που ξεκίνησε και πάλι το ταξίδι του, πετάει πάνω από ένα μπαλκόνι που ήταν με πολλά όμορφα κι ανθισμένα λουλούδια, χρωματιστά, σαν τον ίδιο. Του άρεσε εκεί κι έκατσε να θαυμάσει αυτή την ομορφιά. Του θύμισε το σπίτι του στον Αμαζόνιο.

Ξαφνικά ακούει ένα κελάηδισμα. Πλησιάζει και βλέπει ένα όμορφο μικροσκοπικό παραδείσιο πουλί.

‘’Πώς σε λένε’’? Ρωτάει ο παπαγάλος.

‘’Ε, μπουλίτσα’’, λέει αυτή.

‘’Ωραίο Όνομα. Είσαι ευτυχισμένη σε αυτή την οικογένεια μπουλίτσα’’? συνεχίζει να τη ρωτάει.

‘’Ναι, πάρα πολύ, απαντάει αυτή. Οι άνθρωποι αυτοί με φροντίζουν και με αγαπάνε πολύ’’.

Ο παπαγάλος τότε θυμήθηκε την Πεπίτα κι έσκυψε το κεφαλάκι του στενάχωρα.

Εκείνη λοιπόν την ώρα βγαίνει στο μπαλκόνι ένα κορίτσι που έμοιαζε με την Πεπίτα, αλλά δεν ήταν αυτή. Το κορίτσι μόλις είδε τον παπαγάλο πήγε σιγά σιγά κοντά του  γιατί δεν ήθελε να το τρομάξει κι άρχισε να του λέει πόσο όμορφο είναι και να το ρωτάει από πού έρχεται.

Ο παπαγάλος αμέσως ένιωσε ασφάλεια και σιγουριά με το κοριτσάκι και την άφησε να του χαϊδέψει το κεφαλάκι του.

‘’Εμένα με λένε Αγάπη’’, λέει εκείνη. ‘’Εσένα πώς να σε λένε? Να σε λέω Πρασινούλη , του λέει, σου αρέσει’’?

Μου αρέσει πολύ σκέφτηκε ο πρασινούλης και κούνησε καταφατικά το κεφάλι του. Πρώτη φορά κάποιος μου δίνει όνομα.

Η Αγάπη αμέσως τάισε το πρασινούλη, έπαιξε μαζί του και ήρθε η ώρα να τον αποχαιρετήσει. Αυτός όμως δεν ήθελε να φύγει. Μόλις είχε βρει την αγάπη.

Η Αγάπη το κατάλαβε, και τον ρώτησε αν ήθελε να μείνει κοντά της. Ο πρασινούλης κούνησε και πάλι το κεφάλι καταφατικά και τη φίλησε στη μυτούλα της.

Η Αγάπη αμέσως πήγε κι αγόρασε ένα σπίτι όμορφο σε χρώμα πράσινο για τον πρασινούλη και κάθε μέρα του αγόραζε κι από ένα νέο παιχνίδι.

Κάθε μέρα το έβγαζε από το σπιτάκι του και το άφηνε ελεύθερο στο σπίτι. Του πρασινούλη του άρεσε πολύ να κάθεται πάνω στα βιβλία της αγάπης γιατί ήταν ένα έξυπνο και σοφό παπαγαλάκι. Του άρεσε επίσης να τον ταΐζει με το χέρι της  σπόρια και να κάθεται πάνω στο κεφάλι της ή στη χούφτα της.

Οι μέρες και οι μήνες περνούσαν ευχάριστα με την Αγάπη και τον πρασινούλη να έχουν δεθεί πολύ και να ναι συνέχεια μαζί. Μέχρι που μια μέρα ένα πληγωμένο ασπρογάλαζο μικρό πουλάκι έπεσε στο μπαλκόνι τραυματισμένο στο ένα του φτερό. Η Αγάπη , το πήρε και το φρόντισε. Αποφάσισε μέχρι να γίνει εντελώς καλά να το βάλει στο ίδιο σπιτάκι με τον πρασινούλη τις ώρες που έλειπε η ίδια, αφού της μπουλίτσας το σπίτι ήταν μικρό.

Η Αγάπη το ονόμασε ασπρογαλαζούλα γιατί ήταν άσπρο και είχε γαλάζιο ράμφος και ουρά. Συζήτησε με τον πρασινούλη και τον παρακάλεσε να είναι φιλικό με το τραυματισμένο πουλάκι. Ο πρασινούλης φυσικά δέχτηκε και μάλιστα το φρόντιζε ταΐζοντας το στο στόμα με το ράμφος του, αφού το καημένο δεν μπορούσε να σηκωθεί. Ο πρασινούλης κοιτούσε τη νέα του συγκάτοικο και σκεφτόταν πόσο όμορφη ήταν. Η καρδούλα του άρχισε να χτυπάει γρήγορα και δυνατά. Μόλις είχε ερωτευτεί. Αλλά δεν ήταν ο μόνος. Η ασπρογαλαζούλα είχε γίνει σχεδόν καλά με τη φροντίδα του πρασινούλη και της Αγάπης και ήθελε να τον ευχαριστήσει.

‘’Σε ευχαριστώ πολύ του λέει. Σου χρωστάω τη ζωή μου’’.

‘’Δε χρειάζεται λέει εκείνος, το ίδιο θα έκανε ο καθένας στη θέση μου’’.

‘’Λυπάμαι πολύ τώρα που θα φύγω λέει εκείνη. Μου αρέσει τόσο εδώ…και μου αρέσει πολύ η παρέα σου..’’

‘’Και τότε γιατί δε μένεις’’, λέει όλο χαρά ο πρασινούλης?

‘’Θα μπορούσα’’ , ρωτά αυτή?

‘’Φυσικά, αν το θες’’, της απαντάει .

Η ασπρογαλαζούλα  ορμάει κατά πάνω του και ακουμπάει το ράμφος της πάνω στο δικό του. Οι δυο τους είχαν τα ράμφη τους ενωμένα για ώρες, όπως οι ερωτευμένοι.. Μόλις είχαν βρει την Αγάπη ο ένας στη ψυχή του άλλου…

Κατερίνα Χάσκα