30 Σεπ «Άξιοι, ανάξιοι κι αναξιότατοι»
Μια φορά κι έναν καιρό σε μια μακρινή χώρα, στη Χώρα της Αρμονίας οι άνθρωποι ζούσαν ειρηνικά. Κάθε φορά που συναντούσαν ο ένας τον άλλον, αγκαλιάζονταν και φιλιούνταν. Αυτός ο χαιρετισμός ήταν παράδοση αιώνων και πίστευαν πως προσφέρει αρμονία στη χώρα.
Η χώρα αυτή είχε και έναν βασιλιά, το όνομα του οποίου ήταν Άρμονος. Όταν, όμως, πέθανε ο βασιλιάς Άρμονος, ανέβηκε στον θρόνο ο ξάδερφός του, ο βασιλιάς Δυνάτιος. Μόλις ανέλαβε τον θρόνο, όλα στη χώρα άλλαξαν, ακόμα και το όνομά της. Λεγόταν πλέον η Χώρα της Δύναμης. Ο πανάρχαιος χαιρετισμός απαγορεύτηκε και επιβλήθηκε ένας νέος, σύμφωνα με τον οποίο κάθε φορά που οι άνθρωποι συναντούσαν ο ένας τον άλλον, αναμετρούνταν με κλοτσιές και μπουνιές και όποιος έχανε θεωρούνταν ανάξιος πολίτης. Ο δυνατότερος είχε το δικαίωμα να οικειοποιηθεί οτιδήποτε είχε πάνω του ο «ανάξιος πολίτης», τη ζακέτα του, τη βέρα του, τα γυαλιά του. Κι αν κάποιος ήταν εξαιρετικά αδύναμος και έχανε συνεχώς στους χαιρετισμούς, μπορούσε να χάσει μέχρι και το σπίτι του, την περιουσία του, ή ακόμα και την οικογένειά του.
Αυτός ο κανόνας έφερε αντιδράσεις στη χώρα. Πολλοί προσπαθούσαν να τον αλλάξουν και να επαναφέρουν την ειρήνη και την αρμονία. Όχι μόνο δεν τα κατάφεραν, αλλά τιμωρούνταν, με το να τους αφαιρούν κι άλλα από τα υπάρχοντά τους, γιατί ο βασιλιάς τους κατονόμαζε «αναξιότατους». Από την άλλη, όσοι ακολουθούσαν πιστά το νέο κανόνα ήταν οι ευνοούμενοι του βασιλιά και απολάμβαναν όλα τα προνόμια των «άξιων πολιτών».
Ο κόσμος πλέον είχε χωριστεί σε άξιους, ανάξιους και αναξιότατους. Ο χρόνος κυλούσε και οι αναξιότατοι, που είχαν χάσει όλα τους τα υπάρχοντα και μαζί και το σπίτι τους, πλήθαιναν κάθε μέρα και περισσότερο. Το μόνο που είχαν ήταν τα κουρέλια που φορούσαν. Έτσι λοιπόν, μη μπορώντας να υπομείνουν άλλο την αδικία αυτή, αποφάσισαν να προσφύγουν σε άλλη χώρα, όπου θα κυριαρχεί η αγάπη και η αρμονία. Ονειρεύονταν μια χώρα που θα υπάρχει ως χαιρετισμός η αγκαλιά και το φιλί, όπως ήταν πρώτα στη δική τους.
Μην έχοντας τίποτα να πάρουν μαζί τους, ξεκίνησαν με τα πόδια για την αναζήτηση της νέας πατρίδας. Πέρασαν βουνά, θάλασσες, λόφους και ποτάμια. Ταξίδευαν για μέρες, βδομάδες, μήνες… Οι αρρώστιες, η πείνα και το κρύο τους θέριζαν, κι έτσι πολλοί δεν κατάφεραν να συνεχίσουν. Η μοίρα τους επιφύλασσε ένα άλλο ταξίδι… Οι υπόλοιποι συνέχισαν τη διαδρομή τους, με την ελπίδα ότι θα βρουν την ιδανική πολιτεία και τα βάσανά τους θα τελειώσουν. Έτρωγαν καρπούς που τους προσέφερε απλόχερα η φύση και για τον ύπνο τους έβρισκαν κάποια σπηλιά τον χειμώνα, ή κάποιον ίσκιο το καλοκαίρι. Αυτό, όμως, που του ενδυνάμωνε περισσότερο ήταν η αγάπη και η φροντίδα που υπήρχε μεταξύ τους. Μπορεί στη χώρα τους να είχαν χάσει την αρμονία, αλλά στην ψυχή τους υπήρχε ακόμα.
Μετά από πολύ καιρό αντίκρισαν μια πολιτεία εντελώς διαφορετική από τη δικιά τους: μεγάλα κτήρια, φωτεινές πινακίδες, ογκώδη αυτοκίνητα, καλοντυμένοι άνθρωποι, και ένα σωρό πράγματα που δεν φαντάζονταν καν ότι υπάρχουν. Εντυπωσιάστηκαν, χάρηκαν και ανυπομονούσαν να γνωρίσουν αυτόν τον λαό.
Ενώ περπατούσαν στους δρόμους, προσπαθούσαν να χαιρετίσουν τον κόσμο με τον αρμονικό τρόπο που γνώριζαν. Άλλοι αντιδρούσαν αρνητικά: τους έσπρωχναν και τους έβριζαν. Άλλοι απλά απομακρύνονταν από απέχθεια κι άλλοι έμεναν ακίνητοι από φόβο, μην ξέροντας τι να κάνουν. Υπήρχαν, όμως, και μερικοί που γνώριζαν αυτόν τον χαιρετισμό και τον ανταπέδιδαν αυθόρμητα. Γιατί και σε αυτή τη χώρα υπήρχαν οι «άξιοι» που επέβαλαν τη δύναμή τους, υπήρχαν οι «ανάξιοι» που ανέχονταν την υπεροχή των «αξίων», μη προσπαθώντας να αλλάξουν την κατάσταση, αλλά υπήρχαν και οι «αναξιότατοι» που αγωνίζονταν για μια καλύτερη ζωή με μοναδικό όπλο την αγάπη τους. Όμως οι «άξιοι», οι «ανάξιοι» και οι «αναξιότατοι» αυτής της χώρας προέκυψαν, όχι από κάποιον βασιλικό κανόνα, αλλά επειδή οι άνθρωποι επιλέγουν τον τρόπο που θα ζήσουν και ανάλογα διαμορφώνουν την κοινωνία τους.
Κατερίνα Χάσκα